Μαγυάρος

Μαγυάρος
ο
στον πληθ. οι Μαγυάροι
φιννοουγγρικός λαός που ζει κατά το μεγαλύτερο μέρος του στη Δημοκρατία τής Ουγγαρίας, εισέβαλε στην κοιλάδα τού Δούναβη τον 9ο αιώνα και έφθασε ώς τη Γαλλία, ήλθε σε επιμιξία με τους Σλάβους και τους Γερμανούς και εκχριστιανίστηκε κατά τα τέλη τού 10ου αιώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαγυαρικός — ή, ό και μαγυάρικος, η, ο [Μαγυάρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στους Μαγυάρους 2. ουγγρικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”